του

Σε όλους αρέσει να φτιάχνουν νόμους αλλά ακόμη περισσότερο τους αρέσει να τους παραβιάζουν. Και σένα σου αρέσει. Και μη πεις όχι γιατί θα λες ψέματα και στους δυο μας. Δεν μοιάζουν με τα μικρά παιδιά που χτίζουν πύργους στην άμμο και μετά τους χαλάνε γελώντας; Και ο ωκεανός γελάει. Γιατί ενώ εσύ χτίζεις κάστρα πάνω στην άμμο εκείνος μεταφέρει περισσότερη άμμο στην παραλία. Με ιδιαίτερη ευκολία κατεδαφίζει ο ωκεανός τα ανθρώπινα πυργάκια που φτιάχτηκαν στην άμμο. Παρ’ όλα αυτά, εσύ συνεχίζεις να πιστεύεις ότι ο Νόμος είναι το καταφύγιο, το οποίο θα αναζητήσεις όταν ξεσπάσει η καταιγίδα, η σανίδα σωτηρίας μετά το ναυάγιο. Επιθυμεί ο άνθρωπος να τον προστατεύει κάποιος. Tο ποθεί. Θέλει να έχει την ασφάλεια μιας προστασίας. Αυτή αναζητά. Όμως, τι είναι αυτό που μπορεί να προστατέψει το λιοντάρι και την ύαινα; Οι πύργοι στην άμμο; Όχι. Μόνον οι νόμοι της Φύσης. Μόνον αυτοί εφαρμόζονται εδώ. Και κυριαρχούν. Kαι επιβάλλονται με οποιονδήποτε τρόπο, κυρίως δε με τη βία.

Έτσι λειτουργεί η Φύση. Βίαια.

Δεν θα μπορούσε ο Νόμος να έχει ανθρώπινη προέλευση, γιατί τότε δεν θα εύρισκε πεδίο εφαρμογής. Κανείς δεν θα υπάκουε σ’ αυτόν. Γι’ αυτό ο Νόμος έχει θεϊκή προέλευση. Για να προκαλεί δέος και να επιβάλλεται με το νόμιμο βίαιο τρόπο, κατά κανόνα. Ου κλέψεις. Ου φονεύσεις. Ου ψευδομαρτυρήσεις. Αυτοί είναι οι πρωταρχικοί κανόνες. Αυτή είναι η προέλευση του Νόμου. Οι δέκα εντολές. Αυτές είναι οι υποχρεωτικές απαγορεύσεις που εξασφαλίζουν την ειρήνη και συντηρούν τον ανθρώπινο πολιτισμό. Δικαιολογημένα θα αναρωτηθείς πως γίνεται από καταναγκασμό να έχουμε ειρήνη. Για σκέψου. Οι φυλακές είναι γεμάτες. Πάντα είναι. Και σήμερα γεμάτες είναι. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της μακραίωνης εφαρμογής των πρωταρχικών κανόνων στις κοινωνίες, πολιτισμένες και μη. Αλλά δεν αναρωτήθηκε ο πολιτισμένος άνθρωπος γιατί συμβαίνει αυτό. Δεν τον ενδιαφέρει. Τον εκπαίδευσαν να μην νοιάζεται, αυτό διδάχθηκε. Δημιουργήθηκε ολόκληρο σύστημα εκπαίδευσης, το οποίο κανονικοποίησε την αποτυχία αυτή. Κανείς δεν ρωτάει το εξής απλό: αφού όλα είναι καλά δομημένα και τακτοποιημένα γιατί οι φυλακές είναι γεμάτες; Εσύ, ακολουθώντας τις υπάρχουσες νόρμες και υποτάσσοντας τη θέλησή σου στην καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, θα φροντίσεις να εκπαιδευτούν και οι επόμενοι κατά τον ίδιο τρόπο. Μάλιστα δε, η φροντίδα αυτή έχει ήδη αναχθεί σε υποχρέωση και είναι πλέον κοινή συνείδηση ότι και ο επόμενος πρέπει να υποστεί την ίδια διαδικασία. Εκτός και αν το πρόβλημα χτυπήσει τη δική σου πόρτα. Δηλαδή, εάν βρεθείς εσύ στη φυλακή. Τότε θα ανησυχήσεις πραγματικά. Ίσως αρχίζεις κιόλας να μαθαίνεις και να συνειδητοποιείς, ότι ο φόβος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αφηρημένη έννοια, μια νοητική κατάσταση και τίποτα λιγότερο από ένα εργαλείο χειρισμού. Παρατήρησε ότι όπου επικρατεί ο φόβος, χάνεται ο σεβασμός. Αυτό ισχύει και στη φυλακή.

Η Φύση δεν έχει φυλακές. Δεν επιτρέπονται.

Κάθε φορά που η ανθρώπινη κοινωνία αντιμετωπίζει ένα αυθεντικό πρόβλημα κατασκευάζει ένα νόμο για να το λύσει. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να το λύσει διαφορετικά. Προτιμά την τιμωρία. Φτιάχνει νόμους που απειλούν ποινές. Το ξέρεις και συ και γω και όλοι. Περπατά με την πλάτη στον Ήλιο βλέποντας μόνο τη σκιά της. Αυτός είναι ο Νόμος. Η σκιά. Και σκύβει στη σκιά αναζητώντας προστασία και σταματά εκεί. Δεν προχωρά. Τελματώνει. Πεπλανημένος ο άνθρωπος νομίζει ότι ο κόσμος όλος συνίσταται από τους ήχους, τις παραστάσεις και τις σκιές που βλέπει στον τοίχο, ο οποίος ορθώνεται μπροστά του μέσα στο Σπήλαιο. Ακόμα και αν βγει από αυτό και αντικρύσει τα λουλούδια, τη γη, τα ποτάμια, τον Ήλιο και τη θάλασσα δεν μπορεί να πιστέψει στην ύπαρξή τους. Ούτε οι δέσμιοι του Σπηλαίου τον πιστεύουν όταν τους εξηγεί ότι ο πραγματικός κόσμος βρίσκεται εκτός αυτού. Αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να είναι αληθινός. Είναι ψεύτικος. Επιλέγουν την ψευδαίσθηση του Σπηλαίου, επιθυμώντας να παραμείνουν στην ανελεύθερη κατάστασή τους. Εκεί γνωρίζουν τι να κάνουν, έχουν συνηθίσει τα δεσμά. Εξάλλου, το πολύ φως ενοχλεί και προκαλεί σύγχυση στις αισθήσεις. Πάντα ενοχλεί το φως, μπορεί να σε τυφλώσει. Έχουμε, όμως, και εκείνον που βγήκε και κατάφερε να παραμείνει έξω απ’ αυτό, όντας γοητευμένος απ’ τη νέα πραγματικότητα αν και θαμπωμένος από τη λάμψη. Αυτός βαδίζει κοιτώντας τον Ήλιο κατάματα και δεν βλέπει καμιά σκιά. Η σκιά είναι πίσω του. Δεν υπάρχει τίποτα ικανό να τον σταματήσει. Συνεχίζει ελεύθερος.

Ποιος νόμος έχει τη δύναμη να απαγορεύσει στο λιοντάρι να βρυχάται ή στην καρδερίνα να τραγουδά;

Όχι μόνο στερείται ο πολιτισμένος άνθρωπος της ικανότητας να αποφασίζει αυτοβούλως, αλλά επίσης στριμώχνει στο μυαλό του αφηρημένες έννοιες, άπιαστες, που τον κατευθύνουν και θέτουν επιτακτικά τα όρια εντός των οποίων αυτός αναγκάζεται να δράσει. Όσο πιο περιοριστική και καταναγκαστική υφή έχει η ουσία του κανόνα, τόσο πιο ασφαλής και ευτυχισμένος νιώθει. Εκεί ακριβώς έγκειται η αποτυχία του σημερινού πολιτισμού. Στον αυστηρό περιορισμό και την κατάπνιξη των φυσικών ενστίκτων. Μάλιστα, όποιος αδρανοποιήσει και θάψει πιο βαθιά τα φυσικά του ένστικτα και καταπνίξει τις βαθιά ριζωμένες απαγορευμένες μη πολιτισμένες επιθυμίες του, τόσο πιο ψηλά στην άτυπη ιεραρχία των διακριτών πολιτισμένων ανθρώπων τοποθετείται απ’ την κοινωνία. Έτσι αναγκαστικά εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Νόμος, τελικά, περιορίζει την ελευθερία του ατόμου. Εάν, επίσης, ληφθεί υπ’ όψη το πλήθος των νόμων, ο αριθμός των οποίων τείνει στο άπειρο, τότε είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για κεκτημένη ανελευθερία. Με άλλα λόγια, από τον ίδιο τον άνθρωπο κατασκευάστηκαν χιλιάδες νόμοι προκειμένου να περιορίσουν τα ζωώδη ένστικτά του, τα φυσικά, και να διαβιεί με τάξη και ειρήνη. Και είναι πολλά τα ένστικτα αυτά, όσοι και οι νόμοι. Μην αμελείς ότι ένας νόμος δεν μπορεί να καταργηθεί τόσο εύκολα. Εάν αγωνίζεσαι να καταργήσεις έναν άδικο νόμο, δεν θα τα καταφέρεις γιατί ο νόμος αυτός έχει γραφτεί από σένα, και είναι ριζωμένος στα έγκατα της ψυχής σου και στο απόθεμα της συνειδήσεώς σου. Είναι αδύνατο να καταργήσεις έναν νόμο καίγοντας νομικούς κώδικες. Η επίταξη και η απαγόρευση θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Και συ επιθυμείς να υπάρχουν. Πρόκειται για ένα μοιραίο και σκοτεινό σφιχταγκάλιασμα: αυτό που επιθυμείς και αυτό που φοβάσαι. Φοβάσαι ότι μπορεί να βρεθείς σε κατάσταση ελευθερίας. Γι’ αυτό αναζητάς τον περιορισμό, τη δέσμευση. Αυτό επιθυμείς και αυτό συμβαίνει.

Στη Φύση δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Δεν της αρέσουν.

Προσωπικά προτιμώ τον ιστό της αράχνης. Τα μικρά και αδύναμα ζωύφια αιχμαλωτίζονται σ’ αυτόν, ενώ τα μεγάλα και δυνατά τον διαπερνούν και διαφεύγουν.

Αρκεί να είμαι εγώ το μεγαλύτερο ζωύφιο. Όχι εκείνο που υφαίνει τον ιστό, αλλά το άλλο. Εκείνο που τον διαπερνά.

Είναι πιο γοητευτικό.

Πολιτισμός ή… παντεσπάνι;

Όταν στις καθημερινές μας συζητήσεις αναφερόμαστε στα κοινωνικά αγαθά - τα οποία
το κράτος βάση του συντάγματος διασφαλίζει στους πολίτες του - έχουμε στο νου μας πιο
συχνά την Υγεία και την Παιδεία, σπανιότερα την Κοινωνική Πρόνοια και την Ασφάλεια και
ακόμα και πιο σπάνια το Περιβάλλον. Το κράτος οφείλει να παρέχει τα κοινωνικά αγαθά σε
όλους τους πολίτες, χωρίς αποκλεισμούς στην πρόσβαση και προστατεύοντάς τα από τους
αγοραίους όρους της προσφοράς και ζήτησης. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε έρθει
αντιμέτωποι με την άποψη πως ο Πολιτισμός είναι πολυτέλεια. Φυσικά, εδώ
αναφερόμαστε στο μέρος εκείνο του πολιτισμού που περιλαμβάνει τα ιδιαίτερα πνευματικά
επιτεύγματα μιας κοινωνίας, από τα βάθη του χρόνου μέχρι σήμερα και όχι τα τεχνολογικά,
που συμπληρώνουν το ορισμό του. Η αποδοχή της λογικής του πολιτισμού - πολυτέλεια
οδηγεί στο συμπέρασμα πως για ένα κράτος ή για μία κοινωνία, οι δαπάνες για τον
Πολιτισμό είναι περιττές ή εν πάση περιπτώσει χαμηλότερης προτεραιότητας. Σπάνια και
συνήθως προσχηματικά, θα ακούσουμε συνομιλητές μας να εντάσσουν τον Πολιτισμό στα
«κοινωνικά αγαθά». Σε μία κοινωνία βαλλόμενη από πολλαπλές κρίσεις, όπως η δική μας, ο
Πολιτισμός αντιμετωπίζεται περίπου ως… το παντεσπάνι της Μαρίας Αντουανέτας.
Η αντιμετώπιση από μία κοινωνία του Πολιτισμού ως παντεσπάνι μπορεί να είναι «θέμα
παιδείας» της, μπορεί να είναι και «θέμα του … πολιτισμού» της. Μπορεί ακόμα να είναι
απότοκο ιστορικών συγκυριών, πολιτικών προτεραιοτήτων ή και ιδεολογικών επιλογών,
αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Φαίνεται, πάντως, πως οι κοινωνίες εκπαιδεύτηκαν -
όχι απαραίτητα με την συνωμοσιολογική οπτική της λέξης - να αντιμετωπίζουν τον
πολιτισμό ως πολυτέλεια. Πρόκειται για μία θεώρηση σύμφωνα με την οποία ο πολιτισμός
εξελίχθηκε σε ένα ταξικό προνόμιο των εχόντων. Να υπενθυμίσουμε εδώ την ελεύθερη
πρόσβαση των πολιτών στις θεατρικές παραστάσεις της αρχαίας Αθήνας. Σε αυτή την
ελεύθερη και ευρεία πρόσβαση στον πολιτισμό στόχευε τότε ο θεσμός της χορηγίας, σε
αντιπαραβολή με τη σημερινή χορηγία - διαφήμιση, της οποίας σκοπός είναι ο
προσπορισμός κέρδους από την προστιθέμενη αξία του πολιτισμού. Έτσι φτάνουμε μάλλον
στην καρδιά του θέματος. Ο πολιτισμός αποκόπτεται από τον αρχικό στόχο του και
απομακρύνεται από την καθημερινότητα των ανθρώπων, καθώς γίνεται ακριβός σε χρήμα
και ο διαθέσιμος χρόνος για την απόλαυσή του λιγοστεύει (μαζί με το χρήμα) όλο και
περισσότερο και για όλο και περισσότερους. Το ερώτημα όμως είναι, γιατί εμείς στη
σκέψης μας δεν τον αντιλαμβανόμαστε, αυτόματα και αυτονόητα, ως κοινωνικό αγαθό;
Πολύ δε περισσότερο όταν αυτός εμπεριέχεται αναπόσπαστα στα θεωρούμενα από όλους
μας ως τα δύο πιο βασικά από αυτά;
Οι έννοιες της Παιδείας και του Πολιτισμού είναι αλληλένδετες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα
ώστε να δημιουργείται ένα δίλλημα αιτιότητας ανάλογο με το διάσημο αντίστοιχο του
αυγού και της κότας. Εκπαιδευόμαστε στη γλώσσα μελετώντας λογοτεχνικά κείμενα και
διδασκόμαστε ιστορία χρησιμοποιώντας ως πηγές πνευματικά δημιουργήματα, τα οποία
εμπεριέχουν ιστορικά τεκμήρια. Έχουμε εκπαιδευτεί πρώτα στην γλώσσα για να γράψουμε λογοτεχνία, ενώ στα καλλιτεχνήματά μας ενσωματώνουμε, ακούσια ή εκούσια, ιστορικής
αξίας πληροφορίες του παρόντος μας.
Ο Πολιτισμός συνδέεται ασφαλώς με την Υγεία και κυρίως (όχι μόνο) με την ψυχική,
καθώς προσφέρει τα πνευματικά του μέσα με σκοπό την ευχαρίστηση της ψυχής. Από την
άλλη, μπορεί να είναι η ψυχική κατάσταση το αίτιο το οποίο, σε μία δεδομένη χρονική
στιγμή ή περίοδο, θα μας οδηγήσει στην καλλιτεχνική δημιουργία, είτε ως προσωπική
διέξοδο, είτε ως ανάγκη για συλλογικό μοίρασμα. Η πρόσφατη νομοθετική θεσμοθέτηση,
εκ μέρους της Πολιτείας, της Πολιτιστικής Συνταγογράφησης, «ως συμπληρωματική αγωγή
στην ψυχική υγεία» μας προσφέρει και… πολιτικό επιχείρημα στον συλλογισμό μας.
Επιπλέον, αποτελεί ένα καλό δείγμα για το πώς ο Πολιτισμός μπορεί να συμμετέχει και στο
αγαθό της Κοινωνικής Πρόνοιας.
Θα μπορούσαμε να αιτιολογήσουμε συμπληρωματικά την κοινωνική διάσταση του
Πολιτισμού ως «αγαθό», που οφείλουν να προσφέρουν οι κοινωνίες στα μέλη τους χωρίς
ανταμοιβή ή έστω με την ελάχιστη δυνατή, με διάφορα επιχειρήματα. Να μιλήσουμε, για
παράδειγμα, για τη δημιουργία «δεσμών» και κοινής «γλώσσας» που δημιουργεί η κοινή
πολιτιστική παράδοση. Να αναφερθούμε στην αισθητική και πνευματική καλλιέργεια της
κοινωνίας, που επιτυγχάνονται με την ανοιχτή και καθολική πρόσβαση όλων των μελών
της στον πολιτισμό. Να πούμε, επίσης, για την υποστήριξη που ο πολιτισμός προσφέρει
στη διάπλαση και στην πρόσληψη της συλλογική μνήμης. Ακόμη και για τη συμβολή του
στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε. Όμως, ας μιλήσουμε μία άλλη φορά
για αυτά.
Επί του παρόντος ας… κατοχυρώσουμε τον Πολιτισμό ως ένα ακόμη Κοινωνικό,
Δημόσιο, Αγαθό από αυτά που δικαιούμαστε και που οφείλουμε να διεκδικούμε και να
προστατεύουμε. Έτσι, την επόμενη φορά που θα δούμε να διοργανώνεται στο πλαίσιο της
τοπικής μας κοινωνίας μία ανοιχτή έκθεση ζωγραφικής, να δίνεται μία θεατρική παράσταση
ή μία συναυλία με ελεύθερη είσοδο, μπορεί να μην προτάξουμε τη σκέψη ότι η διοίκηση,
κεντρική ή αποκεντρωμένη, «έκανε άλλη μία σπατάλη», αλλά να σκεφτούμε ότι απλώς
«εκπλήρωσε ένα μέρος του καθήκοντός της». Ως ωφελούμενοι αυτού του καθήκοντος
ίσως να αναδιατυπώσουμε, τελικά, την πρώτη σκέψη και να αντικαταστήσουμε τον όρο
«σπατάλη» με εκείνον της «κοινωνικής παροχής».

Βασίλης Παναγιωτόπουλος

Go to top of page
crossmenuchevron-up